συμπρακτωρ

συμπρακτωρ
    συμπράκτωρ
    συμ-πράκτωρ
    ион. συμπρήκτωρ -ορος ὅ соучастник, сотоварищ, помощник Her.
    

σ. τινὴ γενέσθαι Xen. — стать чьим-л. помощником;

    σ. ὁδοῦ Soph. — спутник


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμπρακτωρ" в других словарях:

  • συμπράκτωρ — helper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • συμπράκτορα — συμπράκτωρ helper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτορας — συμπράκτωρ helper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτορες — συμπράκτωρ helper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτορι — συμπράκτωρ helper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτορος — συμπράκτωρ helper masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτορσιν — συμπράκτωρ helper masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρήκτωρ — συμπράκτωρ helper masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπράκτης — ὁ, Μ [συμπράττω] συμπράκτωρ*, συνεργός …   Dictionary of Greek

  • συμπράκτρια — ἡ, Α βλ. συμπράκτωρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»